Η παγκόσμια ημέρα κατά του Καρκίνου έχει καθιερωθεί στις 4 Φεβρουαρίου, με πρωτοβουλία της Διεθνούς Ένωσης κατά του Καρκίνου (Union of International Cancer Control) με στόχο την ευαισθητοποίηση των κυβερνήσεων και των φορέων υγείας.
Η παγκόσμια ημέρα κατά του Καρκίνου έχει καθιερωθεί στις 4 Φεβρουαρίου, με πρωτοβουλία της Διεθνούς Ένωσης κατά του Καρκίνου (Union of International Cancer Control) με στόχο την ευαισθητοποίηση των κυβερνήσεων και των φορέων υγείας.
Τέτοιες δράσεις είναι σημαντικές, καθώς το φορτίο του καρκίνου σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο είναι τεράστιο και η πρόληψη και ο έλεγχος του κρίνονται αναγκαίοι. Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, 7.6 εκατομμύρια θάνατοι προκλήθηκαν από τον καρκίνο το 2008 και εκτιμάται ότι οι περιπτώσεις θανάτου θα αγγίξουν τα 11 εκατομμύρια το 2030. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι συχνότεροι τύποι καρκίνου αφορούν στον καρκίνο του πνεύμονα, του στομάχου, του ήπατος, του παχέος εντέρου και του μαστού.
Ο καρκίνος αποτελεί μια νοσογόνο κατάσταση η οποία μπορεί να προσβάλει οποιοδήποτε μέρος του σώματος και χαρακτηρίζεται από την ανεξέλεγκτη παραγωγή επιθετικών κυττάρων, τα οποία αναπτύσσονται πέρα από τα φυσιολογικά τους όρια (διηθούν τους περιβάλλοντες ιστούς) και δύναται να εξαπλωθούν από το σημείο παραγωγής τους σε διάφορα όργανα του σώματος (μετάσταση).
Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για τον καρκίνο στο άρθρο με θέμα «Κατανοώντας πλήρως τον καρκίνο».
Σε αυτό το άρθρο θα διαβάσετε τις εξετάσεις που πρέπει να γίνονται, για τον εντοπισμό του καρκίνου σε πρώιμο στάδιο.
Οι εξετάσεις διαλογής (screening tests) για τον καρκίνο στοχεύουν στον εντοπισμό του καρκίνου νωρίς, προτού προκαλέσει συμπτώματα και όταν μπορεί να είναι ευκολότερη η επιτυχής θεραπεία. Οι αποτελεσματικές εξετάσεις διαλογής είναι αυτές που:
Αρκετές εξετάσεις διαλογής έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν τον κίνδυνο θανάτου από καρκίνο του παχέος εντέρου. Η κολοσκόπηση όχι μόνο ανιχνεύει τον καρκίνο του παχέος εντέρου νωρίς, αλλά επίσης βοηθά στην πρόληψή του, αναδεικνύοντας τυχόν υφιστάμενες μη φυσιολογικές διογκώσεις του βλεννογόνου του παχέος εντέρου (πολύποδες) σε αρχόμενο στάδιο, οι οποίοι μπορούν να αφαιρεθούν ενδοσκοπικά προτού εξελιχθούν σε καρκίνο. Οι ομάδες εμπειρογνωμόνων συνιστούν γενικά τα άτομα που διατρέχουν ένα μέσο κίνδυνο για καρκίνο του παχέος εντέρου να κάνουν έλεγχο με μία από αυτές τις εξετάσεις σε ηλικίες 50 έως 75 ετών, ενώ για άτομα με οικογενειακό ιστορικό πολυποδίασης ή καρκίνου του παχέος εντέρου, η συνιστώμενη ηλικία έναρξης είναι αντίστοιχα μικρότερη.
Εναλλακτικά της κολοσκόπησης θα πρέπει να αναφερθεί η εικονική κολονοσκόπηση, η οποία διενεργείται με τη βοήθεια απεικονιστικών μεθόδων όπως η αξονική τομογραφία. Παρότι δεν έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τους θανάτους από καρκίνο του παχέος εντέρου και επιπλέον τυχόν ευρήματά της μπορεί τελικά να προέρχονται από προβλήματα εκτός του παχέος εντέρου, γι’ αυτό και στη συνέχεια πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω με κανονική ενδοσκόπηση, αυτή η δοκιμασία μπορεί να συνιστάται, εάν είναι η μόνη εξέταση ελέγχου του καρκίνου του παχέος εντέρου που ένα άτομο θεωρεί αποδεκτή.
Οι γιατροί συχνά συστήνουν στα άτομα που διατρέχουν κίνδυνο καρκίνου του δέρματος (άτομα με ανοιχτόχρωμο δέρμα ή με συχνή έκθεση στον ήλιο ή με θετικό κληρονομικό ιστορικό) να εξετάζουν τακτικά οι ίδιοι το δέρμα τους ή ακόμη καλύτερα η εξέταση αυτή να γίνεται από επαγγελματίες υγείας. Δεν υπάρχουν στοιχεία για το αν η πρακτική αυτή πράγματι μειώνει τον κίνδυνο θανάτου από καρκίνο του δέρματος. Ωστόσο, θεωρείται πολύ σημαντικό οι άνθρωποι να αναγνωρίζουν τουλάχιστον τις όποιες αλλαγές στο δέρμα τους, όπως ένα νέο σπίλο ή μια αλλαγή χρώματος ή σχήματος σε ένα προϋπάρχοντα σπίλο και να τις αναφέρουν αμέσως στο γιατρό τους για τη διενέργεια περαιτέρω ελέγχου.
Η τακτική εξέταση των μαστών από επαγγελματίες υγείας ή από τις ίδιες τις γυναίκες μπορεί να αναδείξει μια ψηλαφητή διόγκωση ή οποιαδήποτε άλλη ασυνήθιστη αλλαγή σε ένα μαστό, η οποία είναι σημαντικό να οδηγήσει σε περαιτέρω έλεγχο.
Αυτή η μέθοδος για τον έλεγχο του καρκίνου του μαστού έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τους θανάτους από τη νόσο στις γυναίκες ηλικίας 40 έως 74 ετών, ειδικά σε εκείνες άνω των 50 ετών.
Αυτή η απεικονιστική εξέταση συνίσταται στον ειδικό πληθυσμό των γυναικών που λόγω οικογενειακού ιστορικού έχουν ελεγχθεί και γνωρίζουν ότι φέρουν μια επιβλαβή μετάλλαξη στο γονίδιο BRCA1 ή στο γονίδιο BRCA2. Οι γυναίκες με αυτές τις μεταλλάξεις έχουν υψηλό κίνδυνο καρκίνου του μαστού, καθώς και αυξημένο κίνδυνο για άλλους καρκίνους.
Αυτά τα τεστ, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο μόνα τους όσο και σε συνδυασμό, μπορούν να οδηγήσουν σε έγκαιρη ανίχνευση και πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Προλαμβάνουν τη νόσο, επειδή επιτρέπουν την ανεύρεση και θεραπεία μη φυσιολογικών κυττάρων πριν γίνουν καρκίνοι. Συνήθως συνιστάται ο έλεγχος να ξεκινάει από την ηλικία των 21 και να τελειώνει στην ηλικία των 65 στις γυναίκες που ελέγχονται τακτικά και δεν έχουν κάποιο ειδικότερα αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
Αυτή η απεικονιστική εξέταση των ωοθηκών και της μήτρας χρησιμοποιείται μερικές φορές σε γυναίκες που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο των ωοθηκών (επειδή φέρουν μια επιβλαβή μετάλλαξη BRCA1 ή BRCA2) ή για καρκίνου του ενδομητρίου (επειδή έχουν μια κατάσταση που ονομάζεται Σύνδρομο Lynch). Ωστόσο, δεν έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τους θανάτους από καρκίνο.
Αυτή η εξέταση αίματος, η οποία γίνεται συχνά μαζί με έναν υπερηχογράφημα του τραχήλου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πρώιμη ανίχνευση του καρκίνου των ωοθηκών, ειδικά σε γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο της νόσου. Αν και αυτό το τεστ μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση του καρκίνου των ωοθηκών σε γυναίκες που έχουν συμπτώματα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση της υποτροπής του καρκίνου σε γυναίκες που είχαν προηγουμένως διαγνωστεί με τη νόσο, δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματικό τεστ προληπτικού ελέγχου του καρκίνου των ωοθηκών.
Αυτή η εξέταση αίματος, η οποία γίνεται συχνά μαζί με μια δακτυλική εξέταση ψηλάφησης του προστάτη από το ορθό από ειδικό ουρολόγο, μπορεί να ανιχνεύσει τον καρκίνο του προστάτη σε πρώιμο στάδιο. Ενώ οι γενικές οδηγίες συνιστούν οι εξετάσεις αυτές να ξεκινούν από την ηλικία των 55 ετών, μπορεί να χρειαστεί έλεγχος PSA μεταξύ 40 και 54 ετών εάν υπάρχει αντίστοιχο επιβαρυμένο οικογενειακό ιστορικό (τουλάχιστο ένα συγγενή πρώτου βαθμού ή δύο και περισσότερους συγγενείς δεύτερου βαθμού με καρκίνο του προστάτη).
Αυτή η δοκιμασία για τον έλεγχο του καρκίνου του μπορεί να συντελέσει στη μείωση των θανάτων από καρκίνο του πνεύμονα αν διενεργείται τακτικά (ετησίως) μεταξύ των βαρέων καπνιστών ηλικίας 55 έως 74 ετών.