Η ταχεία επιδείνωση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής είναι φανερή και οι καταστροφικές συνέπειες που προκαλεί στον άνθρωπο και το περιβάλλον έχουν γίνει ανεξέλεγκτες και συχνότερες. Γενεσιουργός αιτία αυτών των συνεπειών αποτελεί η εκπομπή βλαβερών αερίων του θερμοκηπίου (πχ. CO2) εξαιτίας των αυξανόμενων ανθρωπίνων δραστηριοτήτων που ξεκίνησαν με την ραγδαία εκβιομηχάνιση των χωρών. Η Παγκόσμια Διεθνής Κοινότητα αντιλήφθηκε τις καταστροφικές συνέπειες του προβλήματος και έσπευσε να λάβει τα απαραίτητα μέτρα με σκοπό να μετριάσει την επέκταση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής και να προωθήσει καινοτόμες πολιτικές έτσι ώστε τα κράτη και κατ’ επέκταση οι κοινωνίες να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.
Λαμβάνοντας αυτά υπόψιν, αποφασίστηκε το 2015 η «Συμφωνία του Παρισιού», μία νομικά δεσμευτική συμφωνία για ένα μακροπρόθεσμο παγκόσμιο σχέδιο δράσης για την κλιματική αλλαγή. Μέχρι σήμερα η Συμφωνία έχει υπογραφθεί από 194 χώρες και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Βασικοί στόχοι της Συμφωνίας είναι ο περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας σε λιγότερο από 20C σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα και η συνέχιση των προσπαθειών για τη διατήρηση της θερμοκρασίας στον 1,50C, η ανάληψη μιας νομικά δεσμευτικής υποχρέωσης από τα συμβαλλόμενα κράτη με σκοπό να εφαρμόσουν εσωτερικά μέτρα μετριασμού της κλιματικής αλλαγής και η θέσπιση μέτρων αυξημένης διαφάνειας και λογοδοσίας.
Την ίδια χρονιά (2015), προτάθηκε από τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών και υιοθετήθηκε από τα κράτη της παγκόσμιας κοινότητας η Ατζέντα του 2030, η οποία περιλάμβανε τους 17 στόχους της Βιώσιμης Ανάπτυξης και αποτελούσε τη βάση όπου μαζί με την Συμφωνία του Παρισιού διαμόρφωσαν τους πυλώνες της βιώσιμης ανάπτυξης πάνω στους οποίους στηρίζονται τα γνωστά σε όλους μας πρότυπα του ESG (Environmental, Social and Governance). Τα πρότυπα ESG στοχεύουν στην προστασία του Περιβάλλοντος, της Κοινωνίας και την τήρηση της εταιρικής υπευθυνότητας και πρέπει να εφαρμόζονται από το σύνολο των χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
Η Συμφωνία του Παρισιού , η Ατζέντα του 2030 και κατ’ επέκταση τα πρότυπα του ESG έχουν ως πρωταρχικό στόχο την βιώσιμη ανάπτυξη σε όλους τους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας και ταυτόχρονα προωθούν πρότυπα ορθής διακυβέρνησης και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, μείζονος σημασίας αποτελούν για τους διεθνείς, περιφερειακούς και εθνικούς φορείς χάραξης πολιτικής, οι πρωτοβουλίες που επικεντρώνονται σε επενδυτικές λύσεις, οι οποίες προωθούν περιβαλλοντικά βιώσιμες και αειφόρες δράσεις.
Για το σκοπό αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην προσπάθεια της να αυξήσει τις πολιτικές που στοχεύουν στον μετριασμό και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή έχει εκδώσει δύο πολύ σημαντικούς Κανονισμούς, οι οποίοι έχουν άμεση ισχύ σε όλους τους τομείς της οικονομίας και επηρεάζουν σημαντικά τα προϊόντα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ώστε εκείνα να ευθυγραμμίζονται με τη βιωσιμότητα και να εφαρμόζουν τα πρότυπα του ESG.
Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος εναρμονισμένος με τους συγκεκριμένους κανονισμούς, έχει καταφέρει να σημειώσει σημαντική στροφή προς τη βιωσιμότητα. Σε αυτή την αλλαγή, βοήθησε ο Κανονισμός για τις γνωστοποιήσεις αειφορίας στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (SFDR) και ο κανονισμός για την Ταξινομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EU Taxonomy), οι οποίοι αποσκοπούν στην ενίσχυση της διαφάνειας και τη διασφάλιση της ευθυγράμμισης των χρηματοπιστωτικών προϊόντων με τους στόχους της αειφορίας.
Αρχικά, ο Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ταξινομία (EU Taxonomy) αποτελεί ουσιαστικά ένα σύστημα ταξινόμησης που καθορίζει τα γενικά κριτήρια για τον χαρακτηρισμό μιας επένδυσης ως βιώσιμης και περιλαμβάνει 6 βασικούς περιβαλλοντικούς στόχους, οι οποίοι θα πρέπει να πληρούνται. Οι στόχοι αυτοί είναι:
Επιπλέον, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τον EU Taxonomy βρίσκεται ο Κανονισμός για τις γνωστοποιήσεις αειφορίας στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (SFDR), ο οποίος στοχεύει στην παροχή μεγαλύτερης διαφάνειας σχετικά με τη βιωσιμότητα των χρηματοοικονομικών προϊόντων, προκειμένου να κατευθυνθούν ιδιωτικά κεφάλαια προς τις βιώσιμες επενδύσεις, αποτρέποντας παράλληλα το “green washing” . Συγκεκριμένα, ειδικεύεται στην ρύθμιση της διαφάνειας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των προϊόντων τους, τα οποία και διακρίνει σε τρεις κατηγορίες με βάση τα χαρακτηριστικά των επενδυτικών τους επιλογών:
Στο άρθρο 6, περιγράφονται τα κεφάλαια που δεν ενσωματώνουν καθόλου τη βιωσιμότητα στην επενδυτική τους διαδικασία, ούτε προωθούν περιβαλλοντικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά και κατ’ επέκταση τα πρότυπα του ESG. Τα κεφάλαια, αυτά, πρέπει παρόλα αυτά, να γνωστοποιούν τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται υπόψιν οι κίνδυνοι βιωσιμότητας ή τον λόγο για τον οποίο δεν είναι σχετικοί.
Όσον αφορά τις επενδυτικές λύσεις που στοχεύουν στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής αυτές διακρίνονται: στις επενδύσεις που προωθούν περιβαλλοντικά ή/και κοινωνικά χαρακτηριστικά δηλαδή ευθυγραμμίζονται με τα πρότυπα του ESG (άρθρου 8 SFDR) και τις επενδύσεις που έχουν ως κύριο στόχο τη βιωσιμότητα (άρθρου 9 SFDR).
Στο άρθρο 8, περιγράφονται τα κεφάλαια που συχνά αναφέρονται ως «ελαφρώς πράσινα» κεφάλαια, με την έννοια ότι προωθούν περιβαλλοντικά ή/και κοινωνικά χαρακτηριστικά, ενσωματώνουν κινδύνους βιωσιμότητας ή λαμβάνουν υπόψιν τις κύριες δυσμενείς επιπτώσεις στην αειφορία, δηλαδή ευθυγραμμίζονται με τα πρότυπα του ESG αλλά δεν έχουν ως βασικό στόχο τη βιωσιμότητα. Μία επένδυση του άρθρου 8 μπορεί να συμβάλλει σε κάποιον από τους 6 στόχους που περιγράφονται στον Κανονισμό για την Ταξινομία ή να προωθεί επενδύσεις σε εταιρίες που τηρούν την εταιρική υπευθυνότητα ενώ ταυτόχρονα μπορεί να περιλαμβάνει και επενδυτικές επιλογές, οι οποίες δεν συμβάλλουν κατ' ανάγκη σε βιώσιμους στόχους, αλλά έχουν επίκεντρο τα πρότυπα ESG. Τέτοιου είδους επενδύσεις συμβάλλουν στη διαχείριση φυσικών πόρων και πρώτων υλών, στη μείωση εκπομπής αέριων ρύπων, στην αποδοτική χρήση ενεργειακών πόρων όπως οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), στην υπεράσπιση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην καταπολέμηση κοινωνικών ανισοτήτων και προάσπιση μειονοτήτων, στην πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες κτλ, αλλά δεν έχουν κύριο στόχο τις περιβαλλοντικά βιώσιμες επενδύσεις όπως αυτές ορίζονται στην ΕΕ Ταξινομία. Παράλληλα, πρέπει να γνωστοποιούν τον τρόπο με τον οποίο πληρούνται αυτά τα χαρακτηριστικά.
Κύριες Δυσμενείς Επιπτώσεις στην Αειφορία (Principal Adverse Impact – “PAI”): Οι πιο σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις των επενδυτικών αποφάσεων στους παράγοντες αειφορίας σχετικά με περιβαλλοντικά και κοινωνικά ζητήματα, ζητήματα προσωπικού, σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων και καταπολέμησης της διαφθοράς και της δωροδοκίας.
Στο άρθρο 9, περιγράφονται τα κεφάλαια που είναι γνωστά ως «σκούρα πράσινα» κεφάλαια, για τον λόγο ότι έχουν τις βιώσιμες επενδύσεις ως κύριο στόχο τους και λαμβάνουν υπόψιν τις κύριες δυσμενείς επιπτώσεις στην αειφορία. Μία επένδυση (άρθρου 9 SFDR) χαρακτηρίζεται ως βιώσιμη καθώς συμβάλλει αποκλειστικά στην επίτευξη ενός ή περισσοτέρων περιβαλλοντικών στόχων του Κανονισμού EU Taxonomy ενώ ταυτόχρονα δεν βλάπτει κανέναν από αυτούς. Οι επενδυτικές πολιτικές που αφορά το άρθρο 9 οφείλουν να εναρμονίζονται με τις καθορισμένες ελάχιστες διασφαλίσεις όπως αυτές περιγράφονται στις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και με τις Αρχές του Οικουμενικού Συμφώνου του ΟΗΕ, οι οποίες αφορούν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των καταναλωτών, την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας και τη διαφάνεια στον ανταγωνισμό και τη φορολογία μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η αξιολόγηση μιας επένδυσης άρθρου 9 πραγματοποιείται με βασικούς δείκτες αποδοτικότητας των πόρων αναφορικά με την κατανάλωση ενέργειας, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, των πρώτων υλών, των υδάτων και της γης, την παραγωγή αποβλήτων, τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και την κυκλική οικονομία.
Επιπλέον, μπορεί παράλληλα να συμβάλλει στην επίτευξη κοινωνικού στόχου, όπως την αντιμετώπιση της ανισότητας, την κοινωνική συνοχή, την κοινωνική ένταξη και των εργασιακών σχέσεων. Για τις συγκεκριμένες επενδύσεις παρέχονται λεπτομερείς πληροφορίες αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνουν τους στόχους της βιωσιμότητας.
Τέλος, η επένδυση σε αμοιβαία κεφάλαια άρθρου 8 & 9 του Κανονισμού SFDR δίνει αξία στις δράσεις οι οποίες συμβάλλουν σε έναν πιο περιβαλλοντικά βιώσιμο και δίκαιο κόσμο ευθυγραμμισμένο με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών προσφέροντας παράλληλα τις δυνατότητες επένδυσης και αποταμίευσης που παρέχουν τα αμοιβαία κεφάλαια.
Είναι πολύ σημαντικό οι δρώντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές να ενημερώνονται για τα τον τρόπο με τον οποίο οι κίνδυνοι βιωσιμότητας ενσωματώνονται στις επενδυτικές αποφάσεις των υποκείμενων κεφαλαίων στα οποία επενδύουν καθώς και για τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των πιθανών επιπτώσεων των κινδύνων βιωσιμότητας στις αποδόσεις των χρηματοπιστωτικών προϊόντων που διαθέτουν.
Η σχετική ενημέρωσή τους γίνεται μέσα από τις προσυμβατικές και περιοδικές γνωστοποιήσεις που προβλέπονται από τον κανονισμό SFDR και τις οποίες οφείλουν να περιλαμβάνουν στους διαδικτυακούς ιστότοπούς τους όλα τα συμμετέχοντα στις χρηματοπιστωτικές αγορές ιδρύματα.