Το σχολείο είναι ο χώρος όπου τα παιδιά περνούν μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς τους και συνιστά ένα περιβάλλον που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο τόσο στη γνωστική τους ανάπτυξη, όσο και στην ψυχοσυναισθηματική και κοινωνική τους εξέλιξη.
Το σχολείο είναι ο χώρος όπου τα παιδιά περνούν μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς τους και συνιστά ένα περιβάλλον που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο τόσο στη γνωστική τους ανάπτυξη, όσο και στην ψυχοσυναισθηματική και κοινωνική τους εξέλιξη. Στο χώρο του σχολείου το παιδί αποκτά ένα νέο ρόλο, αυτόν του μαθητή, ο οποίος συνοδεύεται από δικαιώματα και υποχρεώσεις. Το κλειστό οικογενειακό σύστημα ανοίγει και το παιδί χρειάζεται να μάθει να σέβεται κανόνες και να συνυπάρχει με άλλα παιδιά. Ως εκ τούτου, το παιδί, έρχεται αντιμέτωπο με αλλαγές στις συνήθειες του, στις οποίες χρειάζεται να προσαρμόζεται καθημερινά, κάτι το οποίο αποτελεί πρόκληση για όλη την οικογένεια.
Οι αλλαγές, είτε θετικές είτε αρνητικές, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Τα παιδιά, λόγω της μεταπήδησης από το ένα αναπτυξιακό στάδιο στο άλλο και μεγαλώνοντας σε μια κοινωνία που εξελίσσεται ταχύτατα βιώνουν πιο έντονα τις αλλαγές αυτές. Παραδείγματα αλλαγών που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα παιδιά είναι η «πρώτη μέρα στο σχολείο», η έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, η μετάβαση σε άλλη εκπαιδευτική βαθμίδα, η αλλαγή εκπαιδευτικών αλλά και συμμαθητών/παρέας. Η προσωπικότητα του παιδιού παίζει σημαντικό ρόλο στην προσαρμογή του σε αλλαγές και νέα περιβάλλοντα. Έτσι, το κάθε παιδί, αναλόγως της προσωπικότητάς του, αντιδρά με διαφορετικό τρόπο και προσαρμόζεται με διαφορετικό ρυθμό στα γεγονότα που καλείται να αντιμετωπίσει κατά τη διάρκεια της σχολικής του ημέρας. Έρευνες διαπιστώνουν ότι μέχρι και το 80% των παιδιών παρουσιάζουν δυσκολίες προσαρμογής κατά τον πρώτο μήνα φοίτησης στο σχολείο. Η ρουτίνα και η σταθερότητα δημιουργούν αισθήματα ασφάλειας και εμπιστοσύνης στα παιδιά, ενώ σε περίπτωση αλλαγών, οι συνήθεις αντιδράσεις είναι οι ακόλουθες: Ανασφάλεια, Αβεβαιότητα, Άγχος, Θυμός, Λύπη, Νευρικότητα, Σωματικά συμπτώματα, Ξαφνικές αλλαγές στη διάθεση, Φόβος.
Ως γονείς χρειάζεται να κατανοήσουμε ότι κάθε παιδί είναι μοναδικό. Αντιδρά και συμπεριφέρεται σε κάθε αλλαγή με διαφορετικό τρόπο, ανάλογο της ηλικίας του, της εξελικτικής του φάσης και της ιδιοσυγκρασίας του. Συνήθως οι παραπάνω αντιδράσεις αρχίζουν και μειώνονται σταδιακά καθώς το παιδί κατορθώνει να προσαρμοστεί στις καινούργιες συνθήκες. Ως προσαρμογή ορίζεται η διαδικασία κατά την οποία, το άτομο προσπαθεί να διαμορφώσει την συμπεριφορά του, ώστε να αναπτύξει την καλύτερη δυνατή σχέση με το καινούργιο περιβάλλον, τις συνθήκες και τους ανθρώπους.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι κάποια παιδιά προσαρμόζονται πιο εύκολα ενώ άλλα νιώθουν να δυσκολεύονται με την αλλαγή. Ο ρυθμός προσαρμοστικότητας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη διάθεση και την ικανότητα των γονιών να βοηθήσουν τα παιδιά τους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την αλλαγή που συντελείται.
Επίσης, σχετίζεται και με τον αριθμό των παιδιών σε μια οικογένεια. Ένα παιδί που είναι το μοναδικό παιδί της οικογένειας μπορεί να έχει διαφορετική προσαρμογή στο σχολείο από ένα παιδί που έχει αδέρφια. Το παιδί που δεν έχει αδέρφια, μπορεί να έχει μεγαλύτερη δυσκολία να προσαρμοστεί στον κοινωνικό χώρο του σχολείου, καθώς είναι πιθανό να μην έχει ζήσει παρόμοιες κοινωνικές διαδικασίες και να μην έχει αναπτύξει τις κοινωνικές δεξιότητες που απαιτούνται για την επικοινωνία με άλλα παιδιά συγκριτικά με ένα παιδί που έχει αδέλφια. Η προσαρμογή των παιδιών στο σχολείο εξαρτάται, επιπλέον, και από τη σειρά γέννησης των παιδιών. Για παράδειγμα, τα πρωτότοκα παιδιά τείνουν να δέχονται περισσότερη προσοχή από τους γονείς τους, κάτι που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους. Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά που γεννιούνται αργότερα μπορεί να χρειαστεί να εργαστούν πιο σκληρά διότι θεωρούν ότι με αυτό τον τρόπο θα «τραβήξουν» την προσοχή των γονέων τους και έτσι να αναπτύξουν καλύτερες κοινωνικές δεξιότητες και προσαρμοστικότητα.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο αριθμός των παιδιών και η σειρά γέννησης ως παράγοντες δεν ισχύουν για κάθε οικογένεια. Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, όπως η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, οι ατομικές διαφορές των παιδιών και κυρίως οι μέθοδοι ανατροφής που παίζουν εξίσου σπουδαίο ρόλο στην προσαρμοστικότητα των παιδιών. Αρωγός της καλύτερης προσαρμογής του παιδιού στη σχολική ζωή είναι η κοινωνικοποίηση των παιδιών πριν το νηπιαγωγείο το οποίο είναι σημαντικό βήμα για την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων. Συγκεκριμένα, μπορούμε ως γονείς να συναναστρεφόμαστε με άλλους γονείς ή/και να συμμετέχουμε σε ομάδες γονέων στην τοπική κοινότητά μας και με αυτόν τον τρόπο να βοηθήσουμε το παιδί να συναντιέται με άλλα παιδιά, να αναπτύσσει φιλίες και να μαθαίνει να συνεργάζεται, δεξιότητες που είναι χρήσιμες για την σχολική ζωή. Επιπλέον, από νωρίς χρειάζεται να παρατηρούμε και να δίνουμε προσοχή στο παιδί, ώστε να αναγνωρίζουμε τα ταλέντα και τα ενδιαφέροντα του και να τα αποδεχόμαστε, με στόχο να ενισχύουμε την αυτοεκτίμηση του αλλά και να το βοηθούμε να τα εξελίξει.
1. Ψυχολογική προετοιμασία γονέα
Η δυσκολία προσαρμογής των παιδιών στο σχολείο αλλά και στις αλλαγές εν γένει, αν δεν προκαλεί σοβαρές ψυχολογικές και συμπεριφορικές επιπτώσεις στο παιδί, είναι κάτι φυσιολογικό που συμβαίνει συχνά. Πιθανές μορφές έκφρασης των δυσκολιών προσαρμογής είναι η σχολική άρνηση και η αδιαφορία στα μαθήματα.
Η σχολική άρνηση παρατηρείται όταν το παιδί αναστατώνεται σε υπερβολικό βαθμό στην ιδέα ότι θα πάει σχολείο και συχνά χάνει είτε μερικά είτε όλα τα μαθήματα. Αυτή η έντονη δυσαρέσκεια μένει για μεγάλο χρονικό διάστημα και δεν μειώνεται. Η σχολική άρνηση σημαίνει ότι το παιδί μπορεί να έχει άγχος αποχωρισμού ή να δυσκολεύεται να πάει σχολείο, με αποτέλεσμα να υπάρχει η πιθανότητα σχολικής διαρροής. Τα παιδιά που αρνούνται να πάνε στο σχολείο συνήθως μένουν όλη την ημέρα στο σπίτι εν γνώσει των γονέων τους, παρόλο που εκείνοι προσπαθούν σκληρά να τα πείσουν για το αντίθετο. Η σχολική άρνηση αποτελεί πρόβλημα για παιδιά και εφήβους, αλλά εμφανίζεται πιο συχνά σε παιδιά ηλικίας 5-6 ετών και 10-11 ετών.
Η σχολική άρνηση συχνά συνδέεται με άγχος αποχωρισμού, φοβία ή μαθησιακές δυσκολίες, εκφοβισμό ή κατάθλιψη ή/και ασυμφωνία γνωστικού επιπέδου και ενδιαφερόντων παιδιού και τάξης. Μπορεί να ξεκινήσει σταδιακά ή να εμφανιστεί ξαφνικά κυρίως μετά από:
Κάποιοι από τους λόγους για τους οποίους τα παιδιά μπορεί να αδιαφορούν για τα μαθήματα είναι οι μαθησιακές δυσκολίες (δυσλεξία, ΔΕΠ-Υ) ή οι συναισθηματικές δυσκολίες π.χ., έντονο άγχος επίδοσης ή πλήρης απουσία άγχους και ενδιαφέροντος σχετικά με την επίδοση, κατάθλιψη, φόβος αποτυχίας. Όποιο και αν είναι το πρόβλημα του παιδιού, είτε είναι ατομικό, είτε αφορά στις διαπροσωπικές σχέσεις π.χ., μια σύγκρουση, διαζύγιο γονέων, απώλεια, επικριτική στάση γονέων, είναι σημαντικό να διερευνήσουμε γιατί συμβαίνει και να σκεφτούμε πώς μπορούμε να δώσουμε κίνητρο στο παιδί.
Ένας τρόπος να διαχειριστεί η οικογένεια τις δυσκολίες προσαρμογής του παιδιού, που έχουν αναφερθεί παραπάνω, αλλά και να τις προλάβει είναι η συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς. Οι εκπαιδευτικοί είναι οι άνθρωποι πέραν των γονέων που μπορεί να βρίσκονται στο πρώτο μέτωπο για την αναγνώριση των δυσκολιών των παιδιών. Οι πολλές ώρες αλληλεπίδρασης μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητών, καθιστούν τον εκπαιδευτικό έναν από τους κύριους αρωγούς στη διαχείριση των προβλημάτων του μαθητή. Ωστόσο, συχνά οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί παραβλέπουν τις πρώιμες ενδείξεις των δυσκολιών που εμφανίζουν τα παιδιά, με αποτέλεσμα αυτές να γίνονται τροχοπέδη στην ομαλή προσαρμογή και ανάπτυξη.
Εν κατακλείδι, δεδομένου του ότι η ζωή είναι γεμάτη αλλαγές, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι κάθε παιδί τις διαχειρίζεται με τον δικό του τρόπο. Για την καλύτερη προσαρμογή όλων των μελών της οικογένειας, είναι υψίστης σημασίας να χτίσουμε σχέση εμπιστοσύνης με το παιδί, να το ακούμε και να αντιμετωπίζουμε τους εκπαιδευτικούς ως συνεργάτες. Επίσης, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η αναζήτηση βοήθειας και υποστήριξης από ειδικούς ψυχικής υγείας, σε περίπτωση που χρειάζεται, δεν είναι σημάδι αδυναμίας, αλλά συστατικό στοιχείο της καλύτερης προσαρμογής στην αλλαγή.
Για τη δημιουργία του παρόντος αξιοποιήθηκαν περισσότερες από 20 επιστημονικές πηγές οι σημαντικότερες εκ των οποίων είναι Αμερικάνικη Ψυχολογική Εταιρεία, Ελληνική Εταιρεία Μελέτης ΔΕΠΥ, Πανελλήνιο Σωματείο Ατόμων με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), Mayo Clinic, Internet Matters Organization, Anna Freud National Centre for Children and Families, American Family Physician, Reid Health Organization, Harvard University, Verywell Family και άλλα Επιστημονικά Περιοδικά Ψυχολογίας.