Οι γυναίκες έχουν συνήθως διπλάσιες πιθανότητες να διαγνωστούν ή να εμφανίσουν κατάθλιψη κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Ειδικότερα, φαίνεται ότι η αναλογία για τη διάγνωση της κατάθλιψης στις γυναίκες είναι περίπου 1 στις 5. Η ίδια αναλογία στους άνδρες αντιστοιχεί περίπου στο 1 στους 8, δημιουργώντας αυτό που ονομάζουμε «έμφυλο χάσμα». Σε αυτό το άρθρο μαθαίνουμε περισσότερα για την κατάθλιψη και το «έμφυλο χάσμα».
Η κατάθλιψη αποτελεί μία σημαντική διαταραχή της ψυχικής υγείας. Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι χαρακτηρίζεται από ένα παρατεταμένο αίσθημα θλίψης, αδυναμία να βιώσει το άτομο ευχαρίστηση και απώλεια ενδιαφέροντος. Η κατάθλιψη, ή αλλιώς μείζονα καταθλιπτική διαταραχή ή κλινική κατάθλιψη, επηρεάζει σημαντικά το πώς σκεφτόμαστε, το πώς νιώθουμε και το πώς συμπεριφερόμαστε στην καθημερινότητά μας. Μπορεί επίσης να επιφέρει διάφορα συναισθηματικά ή σωματικά προβλήματα, επηρεάζοντας ακόμη και τη λειτουργικότητά μας. Είναι μία από τις πιο συχνές ψυχολογικές παθήσεις, με περίπου 5% του πληθυσμού παγκοσμίως να βιώνει κατάθλιψη, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, μάλιστα, παρατηρήθηκε αύξηση 25% των συμπτωμάτων κατάθλιψης και άγχους. Στην Ευρώπη ειδικότερα, αναφέρεται περίπου ένα 7% του πληθυσμού να υποφέρει από χρόνια κατάθλιψη.
Τα συμπτώματα της κατάθλιψης μπορεί να διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Συνήθως, το άτομο παρουσιάζει μειωμένη διάθεση, απελπισία και απώλεια ευχαρίστησης και ενδιαφέροντος. Είναι σημαντικό εδώ να διαχωρίσουμε την κατάθλιψη από τις συχνές και φυσιολογικές συναισθηματικές αλλαγές και μεταπτώσεις που μπορεί να βιώνουμε. Πιο συγκεκριμένα, τα συμπτώματα ενός καταθλιπτικού επεισοδίου έχουν μεγαλύτερη διάρκεια και παρουσιάζονται συνεχόμενα καθόλη τη διάρκεια της ημέρας, με πιο συχνά από αυτά, τα παρακάτω:
Η κατάθλιψη δεν είναι το ίδιο με τη στεναχώρια και το πένθος
Η απώλεια ενός αγαπημένου μας προσώπου, η απώλεια της εργασίας μας ή το τέλος μίας σχέσης επιφέρουν συνήθως συναισθήματα θλίψης, στεναχώριας και απελπισίας, τα οποία με μία πρώτη ανάγνωση, παραπέμπουν στην εικόνα της κατάθλιψης. Ωστόσο, τα συμπτώματα αυτά αποτελούν συνήθως μία φυσιολογική αντίδραση σε αρκετά δύσκολες και κρίσιμες καταστάσεις ζωής. Για παράδειγμα, είναι αναμενόμενο, όταν χάνουμε ένα δικό μας πρόσωπο, να βιώνουμε θλίψη, να έχουμε την ανάγκη να απομονωθούμε και να νιώθουμε ότι δεν έχουμε ενέργεια ή κίνητρο. Οι παραπάνω αντιδράσεις εντάσσονται περισσότερο στη διεργασία του πένθους, και διαφοροποιούνται από την κλινική κατάθλιψη.
Οι γυναίκες έχουν συνήθως διπλάσιες πιθανότητες να διαγνωστούν ή να εμφανίσουν κατάθλιψη κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Ειδικότερα, φαίνεται ότι η αναλογία για τη διάγνωση της κατάθλιψης στις γυναίκες είναι περίπου 1 στις 5. Η ίδια αναλογία στους άνδρες αντιστοιχεί περίπου στο 1 στους 8, δημιουργώντας αυτό που ονομάζουμε «έμφυλο χάσμα». Οι άνδρες, από την άλλη πλευρά, εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά στις εξαρτήσεις και στην κατάχρηση ουσιών απ’ ότι οι γυναίκες, όπως επίσης και στην αυτοκτονικότητα. Βάσει των επιστημονικών δεδομένων, οι διαφορές με βάση το φύλο ξεκινούν περίπου στην ηλικία των 12, κατά την έναρξη της εφηβείας, φαίνεται να συνεχίζονται καθόλη τη διάρκεια της ζωής και φθίνουν στην τρίτη ηλικία, όπου οι πιθανότητες εμφάνισης κατάθλιψης είναι περίπου ίδιες, ανεξάρτητα από το φύλο.
Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που ενδεχομένως σχετίζονται με την «υπερεκπροσώπηση» των γυναικών στη διάγνωση και την εμπειρία της κατάθλιψης. Κάποιες έρευνες αποδίδουν το έμφυλο αυτό χάσμα σε ορμονικές διαφορές και βιολογικούς παράγοντες. Πιο σύγχρονες έρευνες κάνουν λόγο και για κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Σύμφωνα με αυτές, οι άνδρες φαίνεται να είναι επίσης ευάλωτοι στην κατάθλιψη∙ ωστόσο, τείνουν συχνά να αρνούνται τις πιο αδύναμες και «σκοτεινές» πλευρές τους, τις καλύπτουν κάτω από άλλα συναισθήματα και συμπεριφορές και κατά συνέπεια, δεν αναζητούν επαγγελματική βοήθεια.
Οι ορμονολογικές αλλαγές κατά τη διάρκεια της ζωής, όπως η εφηβεία, η εγκυμοσύνη, η λοχεία και η εμμηνόπαυση, που επηρεάζουν τη διάθεση, φαίνονται να αποτελούν μία από τις αιτίες για τις οποίες οι γυναίκες ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη. Σε όλες ωστόσο τις περιπτώσεις, οι ορμονολογικές αυτές αλλαγές δεν θεωρούνται επαρκείς από μόνες τους για να εμφανισθεί κατάθλιψη.
Οι βιολογικοί παράγοντες και το ορμονικό υπόβαθρο ενδέχεται να αποτελούν παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση της κατάθλιψης. Ωστόσο, από μόνοι τους δεν αρκούν για να οδηγήσουν σε αυτό. Οι κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν επίσης την εμφάνιση και τη διάγνωση της κατάθλιψης, αλλά και το έμφυλο χάσμα που σχετίζεται με αυτή.
Ένας από αυτούς τους παράγοντες αποτελούν τα έμφυλα στερεότυπα και οι ρόλοι του φύλου ή αλλιώς έμφυλοι ρόλοι. Πρόκειται για ρόλους, οι οποίοι κατασκευάζονται κοινωνικά και καθορίζουν τις συμπεριφορές και τις πολιτισμικές αξίες που θεωρούνται στερεοτυπικά αποδεκτές και κατάλληλες για τις γυναίκες και τους άνδρες. Οι έμφυλοι ρόλοι περνούν από τη μία γενιά στην άλλη μέσω της κοινωνικοποίησης, αρχικά στο πλαίσιο της οικογένειας και στη συνέχεια του σχολείου, του χώρου εργασίας, των διαπροσωπικών σχέσεων και των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Τα κορίτσια, από πολύ μικρή ηλικία, είθισται στερεοτυπικά στις περισσότερες κοινωνίες, να μαθαίνουν ότι χρειάζεται να ακούν τη γνώμη των γύρω τους, να προσέχουν την εξωτερική τους εμφάνιση, να είναι πιο ευαίσθητες και φροντιστικές προς τους άλλους και να αποφεύγουν συναισθηματικές αντιδράσεις που σχετίζονται κυρίως με το θυμό. Στα αγόρια δίνεται περισσότερη βάση στην ανεξαρτησία, τη συναισθηματική ακαμψία, την επιθετικότητα, τον ανταγωνισμό και την αποφυγή οποιασδήποτε συμπεριφοράς που μπορεί να θεωρηθεί «θηλυκή». Οι φράσεις όπως «έλα, μην κάνεις σαν κοριτσάκι» ή «οι άνδρες δεν κλαίνε» αποτελούν κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα – φράσεις που κι εμείς ενδεχομένως να έχουμε ακούσει κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Η πίεση που ασκείται κοινωνικά για την εκπλήρωση των κοινωνικών ρόλων με βάση το φύλο είναι έντονη τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες. Ωστόσο, οι γυναίκες δέχονται μεγαλύτερη πίεση, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψιν τη θέση της γυναίκας ιστορικά.
Με τη σειρά τους, οι κοινωνικές αυτές προσδοκίες σχετικά με τις συμπεριφορές που θεωρούνται αποδεκτές για κάθε φύλο, έχουν ως αποτέλεσμα τις έμφυλες διακρίσεις. Για παράδειγμα, μία γυναίκα που δουλεύει και είναι και μητέρα παράλληλα, είναι πολύ πιθανό να χαρακτηριστεί ως ανεπαρκής στον μητρικό της ρόλο ή να έχει δυσκολίες στο εργασιακό της περιβάλλον λόγω αυτού, ζητήματα τα οποία δεν συναντώνται το ίδιο συχνά στους άνδρες – γονείς.
Στους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες που αυξάνουν τις πιθανότητες μία γυναίκα να εμφανίσει κατάθλιψη, συμπεριλαμβάνεται και η σεξουαλική και έμφυλη βία ή αλλιώς η βία κατά των γυναικών, που πλήττει κατά βάση τις γυναίκες. Η έμφυλη βία μπορεί να πάρει πολλές μορφές, όπως σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική και λεκτική κακοποίηση, ενδοοικογενειακή βία, και βία μεταξύ ερωτικών συντρόφων, προκαλώντας σωματικά, σεξουαλικά και ψυχικά τραύματα, όπως κατάθλιψη, διαταραχή μετατραυματικού στρες, κατάχρηση ουσιών και αυτοκτονικότητα.
Παρόλο που η συναισθηματική ακαμψία και η αποφυγή της ευαλωτότητας και της θλίψης μπορεί να μοιάζουν προστατευτικοί παράγοντες για την εμφάνιση της κατάθλιψης, κάθε άλλο παρά αυτό είναι. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μελέτες οι άνδρες φαίνεται να είναι εξίσου ευάλωτοι στην κατάθλιψη με τις γυναίκες. Η διαφορά βρίσκεται περισσότερο στο ότι οι άνδρες δυσκολεύονται να εκφράσουν και να μοιραστούν τα συναισθήματά τους, αλλά και να αναζητήσουν βοήθεια. Οι άνδρες ενδέχεται να αρνούνται συστηματικά την καταθλιπτική τους διάθεση, η οποία μπορεί να καλύπτεται με άλλες αντιδράσεις και συμπεριφορές. Συνεπώς, δύσκολα θα απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας. Η αναζήτηση βοήθειας για θέματα ψυχικής υγείας μπορεί μάλιστα να εκληφθεί ως αδυναμία ή ως αποτυχία εκπλήρωσης του κοινωνικού τους ρόλου. Οι άνδρες βρίσκουν διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης, που ενδεχομένως να προσφέρουν προσωρινή ανακούφιση ή να τους αποσπούν την προσοχή. Επιπλέον, ακόμη και όταν αναζητούν βοήθεια, υπάρχει πιθανότητα υποδιάγνωσης της κατάθλιψης στους άνδρες. Αυτό συμβαίνει διότι η κλινική εικόνα που παρουσιάζουν και η συμπτωματολογία που αναφέρουν δεν ταιριάζει απόλυτα σε αυτήν της κατάθλιψης. Τα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι στους άνδρες η κατάθλιψη συνήθως εμφανίζεται με κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών, επιθετικότητα, εξάρτηση από τυχερά παιχνίδια, έντονο εκνευρισμό και υπερφαγία. Χρειάζεται να αναφερθεί ωστόσο, ότι δεν κάνουμε λόγο για «ανδρική κατάθλιψη»∙ η κατάθλιψη δεν είναι μία διαφορετική πάθηση ανάλογα με το φύλο, απλά στους άνδρες πιθανώς να εμφανίζεται με διαφορετικά συμπτώματα. Η κατάθλιψη επομένως, μπορεί να πλήττει και τους άνδρες σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι θεωρούμε, ωστόσο τα πρώτα σημάδια που εμφανίζουν δεν γίνονται εύκολα διακριτά.
Η εμπειρία της κατάθλιψης διαφέρει από άτομο σε άτομο και η θεραπεία αποτελεί μία μοναδική διαδικασία για τον καθένα ή την καθεμία. Μιλώντας για την κατάθλιψη, χρειάζεται να κατανοήσουμε ότι τα συμπτώματα που εμφανίζει κάποιος ή κάποια που έχει κατάθλιψη, αποτελούν συχνά μια στρατηγική του ίδιου του οργανισμού, ώστε να μπορέσει να προσαρμοστεί σε μία συνθήκη, όταν άλλοι μηχανισμοί που διαθέτει έχουν αποτύχει. Παράλληλα, εξωτερικές συνθήκες, όπως η εργασιακή ανασφάλεια, η απώλεια της εργασίας, η οικονομική κρίση ή καταστάσεις έκτακτης ανάγκης (π.χ. η πανδημία COVID-19), επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο συναισθηματικά και δυσκολεύουν την ανάκτηση του ελέγχου.
Συνήθως, όταν κάποιος δικός μας άνθρωπος υποφέρει από κατάθλιψη, μπορεί να νιώθουμε φόβο, ντροπή, αβοηθησία, θλίψη, θυμό ή και ενοχή. Αυτά τα συναισθήματα είναι πολύ φυσιολογικά. Ωστόσο, το να προσφέρουμε την υποστήριξή μας σε κάποιον που ζει με τη κατάθλιψης είναι σημαντική.
Η έννοια της κατάθλιψης χρησιμοποιείται σε πολύ μεγάλο βαθμό και σε διαφορετικά πλαίσια από τους περισσότερους από εμάς στη σημερινή εποχή. Συζητιέται σε παρέες, μεταξύ φίλων, στην οικογένεια, αλλά και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια αποτελεί μία από τις σημαντικότερες διαταραχές της ψυχικής υγείας. Χρειάζεται, ωστόσο, να τη διαφοροποιούμε από τη θλίψη και τη στεναχώρια, που μπορεί να βιώνουμε σε διάφορες περιστάσεις της ζωής μας. Εννοώντας ότι αποτελούν συναισθήματα που βιώνουμε καθημερινά και διαφέρουν από μια ψυχική διαταραχή όπως η κατάθλιψη, όπως περιγράφεται και παραπάνω. Παράλληλα, λαμβάνοντας υπόψιν τον παράγοντα του φύλου, η έμφυλη διάσταση της κατάθλιψης και τα υψηλότερα ποσοστά των γυναικών στη διάγνωση της κατάθλιψης φαίνεται να σχετίζονται, πέραν των βιολογικών παραγόντων, πχ. ορμονικοί παράγοντες, με τις κοινωνικές προσδοκίες και αξίες. Αυτές, συνήθως, είναι που κατατάσσουν τις συμπεριφορές μας, τις αντιδράσεις και τα συναισθήματά μας σε αποδεκτά και μη, με βάση το φύλο μας. Με την πάροδο των χρόνων, παρατηρείται μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση του γενικού πληθυσμού σε θέματα ψυχικής υγείας, ιδιαίτερα μετά την πανδημία της COVID-19. Οι άνθρωποι φαίνεται να είναι, και είναι σημαντικό να γίνουν ακόμη πιο ανοιχτοί να μιλήσουν για αυτά που τους απασχολούν, για πιο δυσάρεστα συναισθήματα, όπως επίσης και να αναζητήσουν βοήθεια, ανεξάρτητα με το φύλο.
Για τη δημιουργία του παρόντος αξιοποιήθηκαν περισσότερες από 20 επιστημονικές πηγές οι σημαντικότερες εκ των οποίων είναι οι Αμερικάνικη Ψυχολογική Εταιρεία, Mayo Clinic, Frontiers in Psychology Journal, The Lancet Psychiatry Journal, UNICEF και άλλα Επιστημονικά Περιοδικά Ψυχολογίας.
Διαβάστε περισσότερα θέματα ευεξίας στη σχετική ενότητα του blog της Interamerican.