Τι χρειάζεται να προσέξουμε – 5 tips για να απαλλαγούμε από το άγχος της ζυγαριάς
“Αποφάσισα φέτος να νηστέψω κι όχι απλώς δεν έχασα βάρος όπως περίμενα, αλλά πήρα! Δεν καταλαβαίνω πώς το κατάφερα αυτό έχοντας στερηθεί τόσα τρόφιμα για τόσες μέρες!”.
Μήπως σας θυμίζει κάτι η παραπάνω περίπτωση; Πολύ πιθανό, αφού το παραπάνω “σενάριο” δεν είναι καθόλου σπάνιο. Μπορεί η νηστεία (ή γενικότερα η αποχή από τα ζωικά προϊόντα) στο μυαλό μας να είναι θεωρητικά συνδεδεμένη με ένα concept αυτοσυγκράτησης, στέρησης και αποτοξίνωσης, όμως κάποιες φορές εφαρμόζοντάς την στην πράξη πέφτουμε σε παγίδες με αποτέλεσμα να καταλήγουμε να πάρουμε βάρος.
Αναρωτιέστε ποιες είναι αυτές;
Ας δούμε μαζί τις πιο συχνές!
…ή –για να το θέσουμε πιο σωστά– κεφάλαιο “περιορισμένη πρόσληψη πρωτεΐνης”. Όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενα άρθρα μας, τα τρόφιμα/ροφήματα ζωικής προέλευσης είναι πλούσια σε πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας. Αυτός είναι ένας λόγος που είναι συνήθως αρκετά χορταστικά, καθώς οι πρωτεΐνες προκαλούν αυξημένο αίσθημα κορεσμού.
Μια μεγάλη μερίδα ατόμων που νηστεύουν (ή υιοθετούν μια πιο plant-based διατροφή) δεν καλύπτουν τις ημερήσιες ανάγκες τους σε πρωτεΐνη ούτε μέσω των εναλλακτικών πηγών (θαλασσινά, όσπρια, ξηροί καρποί, προϊόντα σόγιας κλπ.) καθώς δεν καταναλώνουν τα τρόφιμα αυτά με την κατάλληλη συχνότητα ή/και στις κατάλληλες ποσότητες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην αισθάνονται ότι τα γεύματά τους είναι αρκετά χορταστικά. Έτσι, καταλήγουν να υπερκαταναλώνουν, όπως θα δούμε στη συνέχεια, άλλα τρόφιμα που τελικά τους φορτώνουν με extra θερμίδες, οι οποίες μεταφράζονται στη συνέχεια σε extra βάρος στη ζυγαριά.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ποιες είναι οι πηγές πρωτεΐνης στη διατροφή μας πέρα από το κρέας και να τις εντάσσουμε με τον σωστό τρόπο στο καθημερινό μας μενού έτσι ώστε να καλύπτουμε τις ανάγκες του οργανισμού μας και να αισθανόμαστε κορεσμό χωρίς να χρειάζεται να προσλαμβάνουμε περιττές θερμίδες.
Κάτι που ακούμε πολύ συχνά στα διαιτολογικά μας γραφεία από όσους αποφασίζουν για ένα διάστημα να αποφύγουν το κρέας και τα ζωικά προϊόντα (όπως τα γαλακτοκομικά και τα αβγά) είναι πως καταλήγουν να τρώνε συνέχεια –και σε αυξημένες ποσότητες– “τα ίδια και τα ίδια”. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων αναφέρονται σε τρόφιμα πλούσια σε υδατάνθρακες όπως:
Για να μην παρεξηγηθούμε, δε θέλουμε να κρατήσετε στο μυαλό σας τον δημοφιλή μύθο ότι “ΟΙ ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ ΠΑΧΑΙΝΟΥΝ”. Απεναντίας, τα περισσότερα από τα παραπάνω τρόφιμα (ειδικά όταν μιλάμε για προϊόντα που προέρχονται από δημητριακά ολικής άλεσης) είναι τρόφιμα που βρίσκονται στη βάση της πυραμίδας της μεσογειακής διατροφής και συστήνεται να τα καταναλώνουμε σε καθημερινή βάση. Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως μπορούμε να τα καταναλώνουμε αλόγιστα. Για να δώσουμε ένα απλό παράδειγμα, αν στο μεσημεριανό μας καταναλώσουμε μια τυπική μερίδα φακές με μία μέτρια φέτα ψωμί προσλαμβάνουμε γύρω στις 500 θερμίδες. Αν όμως, η μία φέτα ψωμί γίνει 3 ή 4, τότε αυτομάτως από το γεύμα μας παίρνουμε 200-250 (σχεδόν 50%!) extra θερμίδες!
Δε χρειάζεται να πούμε ΟΧΙ στους υδατάνθρακες. Αυτό που χρειάζεται είναι να μάθουμε να τους καταναλώνουμε στις ποσότητες που ταιριάζουν στις ανάγκες μας. Επιπλέον, αξίζει να αντικαταστήσουμε τα λευκά επεξεργασμένα προϊόντα με αντίστοιχα ολικής άλεσης – όχι επειδή έχουν σημαντικά χαμηλότερες θερμίδες (διότι δεν έχουν), αλλά επειδή μας χαρίζουν πολύτιμα θρεπτικά συστατικά και η υψηλή τους περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες μάς βοηθά να χορτάσουμε από τα γεύματά μας.
Τις περιόδους που δεν τρώμε κρέας είναι λογικό να κάνουμε στροφή σε plant-based πιάτα όπως όσπρια, λαδερά, σαλάτες κλπ. Ο πιο εύκολος τρόπος να εκτοξεύσουμε τις θερμίδες αυτών των πιάτων –και πολύ συχνά χωρίς καν να το καταλάβουμε και πολύ– είναι να μην είμαστε προσεκτικοί με την ποσότητα λαδιού που θα χρησιμοποιήσουμε. “Mα όλοι μιλούν για το πόσο θρεπτικό είναι το ελαιόλαδο”, μας απαντούν πολλοί. Είναι αλήθεια πως το ελαιόλαδο μάς προσφέρει πολύτιμα θρεπτικά συστατικά, όπως τα μονοακόρεστα λιπαρά και η βιταμίνη Ε. Παράλληλα, ωστόσο, είναι και πυκνό σε ενέργεια (θερμίδες), οπότε μπορεί εύκολα να μας κάνει τη “ζημιά”. Αρκεί να σκεφτείτε πως μία μόλις extra κουταλιά της σούπας λάδι στη σαλάτα μας αυξάνει την ενεργειακή αξία του πιάτου μας κατά περίπου 150 θερμίδες!
Προσθέτουμε ελαιόλαδο στις σαλάτες και στη μαγειρική, αλλά με φειδώ. Επειδή γνωρίζουμε πως το λάδι παίζει για κάποιους σημαντικό ρόλο και από την άποψη της γεύσης, η πρότασή μας είναι να πειραματιστούμε λίγο στην κουζίνα και να δοκιμάσουμε να προσθέσουμε στις συνταγές μας συστατικά όπως μυρωδικά, μπαχαρικά, μουστάρδα, ξύσμα/χυμό λεμονιού κ.ά.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν πως τα νηστίσιμα γλυκά (ή π.χ. τα vegan γλυκά) είναι αθώα και πολύ πιο “light” (θερμιδικά μιλώντας) σε σύγκριση με άλλα γλυκά που μπορεί στη συνταγή τους να περιέχουν συστατικά όπως γάλα, αυγά, βούτυρο κλπ. Αυτό μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να ισχύει αλλά σίγουρα δεν αποτελεί έναν γενικό κανόνα. Ορισμένα από τα γλυκά που έχουν, για παράδειγμα, την τιμητική τους στη νηστεία, όπως ο χαλβάς, τα γλυκά του κουταλιού, τα παστέλια, τα μουστοκούλουρα και οι διάφορες γλυκές πίτες, ναι μεν φτιάχνονται με εξ ολοκλήρου φυτικά συστατικά, έχουν, όμως, αρκετές θερμίδες και συχνά υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη.
Φυσικά και υπάρχει χώρος για τη γλυκιά γεύση στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης διατροφής. Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε για να έχουμε τον έλεγχο του σωματικού μας βάρους είναι να καταναλώνουμε τα γλυκά (όπως και όλα τα υπόλοιπα τρόφιμα που είναι θερμιδικά πυκνά) με μέτρο στη συχνότητα αλλά και την ποσότητα.
Έχουμε πει σε πολλές περιπτώσεις πως η κατανάλωση μικρών και συχνών γευμάτων και snacks μέσα στην ημέρα μάς βοηθάει στη διατήρηση ή/και τη μείωση του σωματικού μας βάρους. Όταν όμως ο αριθμός των γευμάτων/snacks ξεφεύγει, μπορεί να έχουμε το αντίστροφο αποτέλεσμα από το επιθυμητό.
Πολλές φορές, λοιπόν, τα άτομα που αποφασίζουν να ακολουθήσουν τη νηστεία (ή απλώς να κάνουν ένα διάλειμμα από τα ζωικά προϊόντα) μας λένε πως παρατηρούν στην καθημερινότητά τους να τους δημιουργείται μια τάση για συνεχές τσιμπολόγημα – θέλουν, δηλαδή, κάθε λίγη ώρα να φάνε κάτι μικρό, είτε αλμυρό είτε γλυκό.
Όταν τρώμε με αυτόν τον τρόπο, μπορεί ο όγκος των τροφίμων κάθε φορά να είναι μικρός π.χ. ένα κριτσίνι, μία φρυγανιά με μία φέτα φυτικό τυρί, ένα κουλουράκι κλπ. και έτσι να μη νιώθουμε ότι χορταίνουμε ή βαραίνουμε, όμως αν στο τέλος της ημέρας αθροίσουμε τις θερμίδες από όλα αυτά τα γευματίδια (που μπορεί να μην είναι και τόσο “αθώα”) είναι εύκολο να ξεπεράσουμε τον ημερήσιο στόχο θερμίδων μας και αυτό σε βάθος χρόνου να μας οδηγήσει να πάρουμε βάρος.
Είναι, σημαντικό, λοιπόν να προσπαθήσουμε να μην τρώμε ακαθόριστα, αλλά να ορίσουμε έναν αριθμό γευμάτων και snacks που ταιριάζει στις ανάγκες του οργανισμού μας και στην καθημερινότητά μας (π.χ. 3 γεύματα και 1-2 snacks). Με άλλα λόγια, θα μας βοηθήσει το να κάνουμε τα γεύματά μας πιο “ξεκάθαρα” και συγκεκριμένα, έτσι ώστε να τρώμε επειδή πεινάμε και όχι από λαιμαργία, βαρεμάρα κλπ. Με αυτόν τον τρόπο, αποκτούμε καλύτερο έλεγχο τόσο της ενεργειακής μας πρόσληψης όσο και του σωματικού μας βάρους.